τραππήδιν[tɾapʰːíðin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΜεγεθυντικά: τράππηδος, τράππηος. ΣημειώσειςΜεγεθυντικά: τράππηδος, τράππηος.