φακκόλοος
Ουσιαστικό, διγενές

Αυτός που μιλάει δηκτικά, που δεν μασάει τα λόγια του ακόμα κι αν ξέρει ότι θα γίνει προσβλητικός.


Παράδειγμα

φακκόλοη

Προέλευση

Σύνθετη λέξη, από το ρήμα φακκώ 'χτυπώ' και το σχηματιστικό στοιχείο -λόος 'αυτός που μιλά με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.