σπάσμαν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Το φυτό, ο σπασίκλας που η μοναδική του έγνοια είναι το διάβασμα.


Παράδειγμα

-Κόρη είπα σου σ̌ίλιες φορές κάτσε θκέβασε! Πάρε παράδειγμαν την αρφήν σου!

-Σόρι αλλά εν θέλω να γίνω τζ̌αι γω σπάσμαν! Η ζωή έννεν μόνον θκέβασμα ρε μάμμα!

  1. Ο μαθητής ή φοιτητής που παίρνει πάντα μεγάλους βαθμούς, χωρίς απαραίτητα να είναι σπασίκλας.


Παραδείγματα

-Παναγία μου κόρη πάλι 9,5 έπιαες! Είσαι σπάσμα, αλλά εν σου φαίνεται ότι θκεβάζεις τόσο πολλά.

-Μα εν τζ̌αι εθκέβασα πολλά, αθυμούμουν τα που την τάξην!


Φράσεις

  • φκάλλω σπάσμαν

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το σπάσμα διαφέρει από τον σπασίκλα στο ότι μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα που δεν φέρονται σαν σπασίκλες, ζουν δηλαδή μια φυσιολογική ζωή αλλά έχουν πάντοτε υψηλές βαθμολογίες.

Πηγές

http://spotlight.studentlife.com.cy/2015/11/04/ta-pio-diadedomena-eidi-simfoititwn-pou-tha-exeis-sto-panepistimio/

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.