νουπάς
[nuˈpas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[nuˈpas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
(στην κοινότητα των γκέιμερς) Αυτός που είναι αρχάριος και άρα περιορισμένων ικανοτήτων ή που, χωρίς να είναι αρχάριος, αποδεικνύεται μειωμένων ικανοτήτων.
Περισσότερα ...
(στην κοινότητα των γκέιμερς) Αυτός που είναι αρχάριος και άρα περιορισμένων ικανοτήτων ή που, χωρίς να είναι αρχάριος, αποδεικνύεται μειωμένων ικανοτήτων.
Στην φωτογραφία τι ακριβώς σημαίνει "τι εάν".
Απλά μεταφράζουμε το "what if" λέξη προς λέξη και το γράφουμε; Για θεού χάρη δηλαδή (for god's sake)
A, ευχαριστούμε πολύ! Πάντα ξεφεύγουν λάθη, το διορθώνουμε αμέσως!