τσ̌ακκίλιν
[tʃʰːacʰːílin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[tʃʰːacʰːílin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: τσ̌ακκιλούιν, τσ̌ακκιλούδιν. Μεγεθυντικά: τσ̌ακκίλα, τσ̌άκκιλος.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: τσ̌ακκιλούιν, τσ̌ακκιλούδιν. Μεγεθυντικά: τσ̌ακκίλα, τσ̌άκκιλος.