τσ̌αττάλιν
[tʃʰːatʰːálin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: τσ̌ατταλούιν. Μεγεθυντικά: τσ̌αττάλα, τσ̌άτταλος.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: τσ̌ατταλούιν. Μεγεθυντικά: τσ̌αττάλα, τσ̌άτταλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.