τσιμπκιά[tsʰːimbɟá]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τσιμπίν. Μεγεθυντικά: τσίμπος. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τσιμπίν. Μεγεθυντικά: τσίμπος.