τσ̌ιπούκκιν
[tʃʰːipúcʰːin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

τσ̌ιμπούκκιν


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: τσ̌ιπουκκούδιν, τσ̌ιπουκκούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: τσ̌ιπουκκούδιν, τσ̌ιπουκκούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.