τσ̌οκκολάτα
[tʃʰːokʰːoláta]

Ουσιαστικό, θηλυκό

σ̌οκολάτα


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: τσ̌οκκολατούα.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: τσ̌οκκολατούα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.