παττιχάρης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που πουλάει καρπούζια (παττίχες) στο δρόμο.
Πηγές
http://2ha-cy.blogspot.com.cy/2013/08/blog-post_30.html: "Η διακωμώδηση της λέξης παττίχα η παττιχάρης, σαν μειωτική αναφορά με την χρήση ενός επαγγέλματος, δεν είναι και η αρμόζουσα".