ττεμπίσ̌ια[tʰːembíʃa]Ουσιαστικό, ουδέτεροτεμπίσ̌ια ΠαράδειγμαΜόνο στον πληθυντικό. ΣημειώσειςΜόνο στον πληθυντικό.