πυρκολάιζερ
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αναπτήρας.
Παράδειγμα
Φέρ' μου το πυρκολάιζερ ν' άψουμε κανένα τσιάρο.
Προέλευση
Από το ρήμα πυρκολώ, που κυριολεκτικά σημαίνει 'βάζω φωτιά', χρησιμοποιείται όμως και μεταφορικά με τη σημασία 'χτυπώ κάποιον, του την ανάβω'.