ζαοθωρώ
[zːaoθoɾó]
Ρήμα
[zːaoθoɾó]
Ρήμα
Στραβοκοιτάζω, κοιτάζω με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση, δυσαρέσκεια ή απειλή.
Παραδείγματα
- Εφκήκαμεν έξω με την κορούα μου τζ̌αι ήρτε ένας να της κολλήσει. Γυρίζω τζ̌αι εγώ τζ̌αι ζαοθωρώ τον, εξαφανίστηκε!!
- Έππεσα χαμαί τζ̌αι έπιασα τηλέφωνο τον παπά μου να έρτει να με βοηθήσει. Μόλις ήρτε λαλεί μου τι κάμνεις χαμαί; σηκώστου πάνω!
- Ζαοθωρώ τον τζ̌αι λαλώ του, αν εμπορούσα να σηκωστώ ήταν να σου τηλεφωνούσα;
Προέλευση
Σύνθετη λέξη, από το ζαβά και θωρώ.
Πηγές
http://blogskepseon.blogspot.com.cy/2010/08/wanna-dance-with-somebody.html
http://enteleche1a.blogspot.com.cy/2008_03_01_archive.html