σ̌ασ̌άρω[ʃaʃáɾo]ΡήμαΝεανική γλώσσασ̌ασ̌αρίσκωΒιάζομαι, κάνω κάτι βιαστικά και απρόσεχτα. ΠαραδείγματαΜεν σ̌ασ̌άρεις να τελειώσεις τις ασκήσεις τζ̌αι εννά τις κάμεις ούλλες λάθος. Ρε, μα με πόσα πάεις; Μεν σ̌ασ̌άρεις, εννά δώκεις πούποτε!!!