σ̌εϊττάνης
Επίθετο
Επίθετο
Έξυπνος, πονηρός.
Παραδείγματα
Ο Γιώρκος εν πάρα πολλά σ̌ιεϊττάνης, εν μπορείς να του γελάσεις!
Η Μαρία εν πολλά σ̌ιεϊττάνισσα, εν της ξεφέφκει τίποτε τζ̌αι θέλει να τα μαθαίνει ούλλα.
Προέλευση
Δάνειο από το τούρκικο şeytan "σατανάς".