καρκανίκαβλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Άνθρωπος υπερβολικά ψηλός και αδύνατος, ψηλολέλεκας.
Παράδειγμα
Ο Γιώργος εν καρκανίκαβλος σε σχέση με τον Αντρέα που είναι κοντός και χοντρός.
Περισσότερα ...
Άνθρωπος υπερβολικά ψηλός και αδύνατος, ψηλολέλεκας.
Ο Γιώργος εν καρκανίκαβλος σε σχέση με τον Αντρέα που είναι κοντός και χοντρός.