φκιολάρης[fcoláɾis]Ουσιαστικό, αρσενικόβκιολάρης, δκιολάρης ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: φκιολαρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: φκιολαρούιν.