φλάγκα
[fláŋga]

Ουσιαστικό, θηλυκό

βλάγκα


Παράδειγμα

Μεγεθυντικά: φλαγκάρα.

Σημειώσεις

Μεγεθυντικά: φλαγκάρα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.