καύκα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Η ερωμένη παντρεμένου άντρα.
Παράδειγμα
-Α Καλλιόπη, έμαθες τα ότι ο Γιώρκος έσ̌ει καύκαν;
-Ναι, κόρη έμαθα τα. Ο παλιάδρωπος! Κρίμας την γεναίκα του που τον ανέχτηκεν τόσα χρόνια.
Η γκόμενα, η κοπέλα, η φιλενάδα κάποιου.
Παράδειγμα
Νάμπον ρε Γιάννη; Πως τα πάτε με την καυκούα σου;
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Υποκοριστικό: καυκούα.
Σημειώσεις
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται με τη πρώτη της σημασία κυριώς από τις παλαιότερες γενιές, ενώ οι νέοι τη χρησιμοποιούν με τη δεύτερη της σημασία για να αναφερθούν δηλαδή σε μια κανονική σχέση.
Πηγές
http://www.glossesweb.com/2010/09/blog-post_4640.html
Και ένα κυπριακό δίστιχο, από αυτά που στους γάμους οι χορευτές του 4ου ανδρικού χορού τραγουδούσαν στην διαπασών (το άκουσα από τον μ. Αντρέα Πάρπα, στο Παλαιχώρι):
"Που τον αθθόν της κολοτζιάς εν να της κάμω σιάρπαν
Τζι αν δεν έν 'πόψε, έν αύριον πο' ννα την κάμω κάφκαν"!
Ωραίον!
Η διεύθυνση glossesweb της πηγής έχει μεταφερθεί στο http://www.lingetscript.com/2010/09/blog-post_4640.html.