μουσ̌αμμάς[muʃamːás]Ουσιαστικό, αρσενικόΝεανική γλώσσαΑυτός που είναι αδιάφορος, χωρίς ευαισθησίες. ΠαράδειγμαΝα πηαίννεις σε μιαν οικογενειακή συνεστίαση τζαι [...] ούλλοι να χουν παράπονο, γονιοί, γιαγιάδες, θείοι. Ή που πρέπει να γινώ μουσιαμάς ή θα τους κόψω τζαι τις λλίες επισκέψεις που τους κάμνω.