χολέτρα[xolétɾa]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: χολετρούδα, χολετρούα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: χολετρούδα, χολετρούα.