πατσ̌ιόγερος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Άντρας μεγάλης ηλικίας, σε κακή διανοητική και φυσική κατάσταση, πατσόγερος.
Παραδείγματα
Ρε μα όπου τον πατσ̌ιόγερο βάλλουν τον υπουργό;
Το ένα πόϊ του εν μες τον τάφο και επαντρεύτηκεν ο πατσ̌ιόγερος.