άμμε μαυροΰρευκε
[ˈamːe mavɾoˈiɾefce]
Φράση
[ˈamːe mavɾoˈiɾefce]
Φράση
Να πας να χαθείς, να μην ασχολείσαι.
Παράδειγμα
-Μα πότε λοαρκάζεις να παντρευτείς με τον Κώστα; Είσαστε τόσα χρόνια μαζί!
- Άμμε μαυροΰρεφκε! Ότι θέλω εννά κάμω, εν θα σου δώκω τζ̌αι λοαρκασμό!