κοντοβίλλης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που έχει μικρόν βίλλον, ο μικροτσούτσουνος.
Παράδειγμα
Εχώρισε την κοπέλλα του γιατί έλεγε στες φίλες της πως είναι κοντοβίλλης.
Περισσότερα ...
Αυτός που έχει μικρόν βίλλον, ο μικροτσούτσουνος.
Εχώρισε την κοπέλλα του γιατί έλεγε στες φίλες της πως είναι κοντοβίλλης.