παμπακοβίλλης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που έχει προβληματική στύση, ο μαλακοκαύλης.
(μτφ) Αυτός που είναι υπερβολικά ευαίσθητος ή μυγιάγγιχτος.
Παράδειγμα
Ρε Αντρέα μεν είσαι τέλεια παμπακοβίλλης, ξίαστην Μαρία αφού θωρείς την ότι εν σου δια σημασία. Γενέτζ̌ες πολλές!
Προέλευση
Σύνθετη λέξη από τα ουσιαστικά παμπάτζ̌ιν και βίλλος.