κοντράππαρος
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που δεν είναι πια ακμαίος, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των συνθηκών.
Παράδειγμα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Πρόκειται για μεταφορική χρήση της λέξης: κοντράππαρος ονομάζεται το ηλικιωμένο άλογο που το δέρμα του έχει κόντρες (πληγές από την επαφή με τη σέλα) και δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τα νεαρά άλογα της κούρσας.
Είναι αξιοσημείωτο πως οι προσωπικές εμμονές κάποιων διαποτίζουν όλο τους το είναι. Ενώ θα μπορούσαν να δωθούν χίλια δυό παραδείγματα, ο δυγγραφέας επέλεξε ένα που να εξυπηρετεί συγκεκριμένες πολιτικές. Αυτό εμένα μου θυμίζει δυο άλλες κυπριακές παροιμίες για τον άνθρωπο που δεν αλλάζει: "Ο γέρος κι αν εγέρασεν, τον νουν που είχεν έχει" και "Είδες γέρον κι εν πελλός, ήξερε κι εν που πρώτα"
Μπορείτε εσείς να βρείτε αυθεντικά παραδείγματα από διαδικτυακά κείμενα και να μας τα υποδείξετε για να τα χρησιμοποιήσουμε; Ας είναι μην είναι "χίλια δυό", βολευόμαστε και με μία δωδεκάδα.