μουσουπέττης
[musupétʰːis]
Επίθετο

μουσιπέττης

Αυτός που φέρνει ατυχία, ο γρουσούζης.


Παράδειγμα

Α, ρε Κώστα, είσαι τέλεια μουσουπέττης! Εν επίαμεν μια φοράν μαζί πίγκο τζ̌αι να κερδίσουμε.

Προέλευση

Από το τουρκ. musibet 'κακοτυχία, συμφορά'.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

3 σκέψεις για “μουσουπέττης

    • makats

      Καλημέρα σας, πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η παρατήρηση, μας δίνει την ευκαιρία να εξηγήσουμε τη διαφορά της ετυμολογίας από την παρετυμολογία.
      Ετυμολογία λέγεται η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την αναζήτηση του ετύμου των λέξεων μίας γλώσσας, δηλαδή της προέλευσης και της αρχικής τους σημασίας, όπως και της σχέσης τους με λέξεις από άλλες γλώσσες. Η ετυμολογική έρευνα γίνεται με βάση τα γραπτά κείμενα που διαθέτει μία γλώσσα, μέσω των οποίων ανιχνεύεται η ιστορία κάθε λέξης μέχρι την παλιότερη μορφή της. Ο μελετητής της ετυμολογίας μπορεί να εντοπίσει «συγγένειες» ανάμεσα σε γλώσσες, να εξηγήσει την προέλευση των λέξεων που ανήκουν στην ίδια «οικογένεια» γλωσσών και να τις ξεχωρίσει από τις δάνειες λέξεις, αυτές που μία γλώσσα παίρνει από άλλες γλώσσες.
      Παρετυμολογία ονομάζεται η λανθασμένη ετυμολόγηση μίας λέξης, που γίνεται εμπειρικά, σύμφωνα με την προσωπική διαίσθηση ή ιδεολογία και χωρίς αποδείξεις βασισμένες σε έγκυρα τεκμήρια σχετικά με την ιστορία της λέξης. Το φαινόμενο της εσφαλμένης σύνδεσης μιας λέξης με τη ρίζα άλλων λέξεων είναι μάλλον συνηθισμένο, γιατί πάντα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί η προέλευση κάθε λέξης και πάντα μπορεί κανείς να αστοχήσει στην προσπάθεια αυτή.

      Δείτε εδώ αν ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα για τη θεωρία της ετυμολογίας και εδώ για μία σειρά από ενδιαφέροντα παραδείγματα από την κυπριακή διάλεκτο.

  • Παντελής Βλαχάκης

    Tο γράμμα Γ εναλάζεται με το γράμμα Λ, Γρούσσα λένε οι Τσάκωνες ακόμα τη γλώσσα......, από εδώ έχουμε γρουσούζης (πολυλογάς)