λούρτας
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Φαφλατάς, αυτός που λέει πολλά και κατά κανόνα ανούσια και επιπόλαια.
Παραδείγματα
Τούτος εν πολλά λούρτας, λαλεί κάτι βλακείες τζ̌αι νομίζει ότι πιστεύκουμεν.
Ρε σταμάτα να είσαι λούρτας στη ζωή σου, τζ̌αι πε μιά φορά τα πράματα με την ίσ̌ια τους.