φκάλλω νάμιν
[fkálːo námin]
Φράση
[fkálːo námin]
Φράση
Γίνομαι ρεζίλι, ρεντίκολο.
Παραδείγματα
Σιώπα κόρη, μεν φωνάζεις μες στο θέατρον τζ̌αι εφκάλαμε νάμιν!
Εχτές εκλείστηκα έξω που το σπίτι τζ̌αι ήρτε η πυροσβεστική να μου ανοίξει. Εφκήκαν ούλλοι οι γείτονες έξω να δούν τι έγινε. Έφκαλα νάμι μες την γειτονιά!