ποζαύλινΟυσιαστικόΕιρωνικόΚοινή αργκόΑυτός που έχει μαυρίσει πάρα πολύ, που έχει γίνει σαν κάρβουνο. ΠαραδείγματαΈσ̌ει τόσες ώρες κάθεται κάτω που τον ήλιο. Έγινεν ποζαύλιν. Είπεν μου ότι εγίνηκα ποζαύλιν. Επειδή έπιασα παραπάνω χρώμα δηλαδή; Συνώνυμα: , κατράς