τάσος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Τασάκι.


Παράδειγμα

Φέρ' μου τον τάσο ρε, να με σταχτίσω χαμαί.

Προέλευση

Επιτατικό της λέξης τασάκι, πιθανόν δάνειο από το νεοελληνικό τάσος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.