ππουσ̌τόμπιλης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που έχει αγγλική καταγωγή.
Παράδειγμα
Μα δε ρε ο πουσ̌τόμπιλης ήρτεν μου τζ̌αι διακοπές στην Κύπρο.
Αυτός που δεν έχει θάρρος, που είναι άτολμος.
Παράδειγμα
Ρε μεν είσαι τέλια πουσ̌τόμπιλης. Πήαιννε να μιλήσεις ρε της κορούας αφού σου αρέσκει.