κουππίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Κάτι πολύ εύκολο, κάτι που το έχουμε σίγουρο.


Παράδειγμα

Πελλέ μου εν κουππί τούντο μάθημα. Εν να το περάσουμε με 10.

 


Συνώνυμα:

κλεψ̆ιά, κλεψιά

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.