κκιλιντζ̌ιρκόν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Κάποιος ή κάτι που είναι βρώμικο, απεριποίητο, ελεεινό.


Παραδείγματα

Επήα στο περίπτερο όπως το κκιλιντζ̌ιρκόν, είχα άλουστα μαλλιά τζ̆αι εφορούσα λερωμένα ρούχα.


Το σπίτι σου εν ένα κκιλιντζ̌ιρκόν, καθάρισε λίο.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.