ούτσ̌αλινΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΧιουμοριστικόΠερίδρομος, μεγάλη ποσότητα φαγητού. ΠαραδείγματαΈφαα τo ούτσ̌αλιν μου πριν μισή ώρα τζ̌αι τωρά πεινώ πάλε! Πρώτη φορά θωρώ έτσι πράμα.Τούτο το πλάσμα κάθε μέρα τρώει το ούτσ̌αλιν του τζιαι ποττέ εν βάλει κιλό πάνω του! Φράσειςτρώω το ούτσιαλι μου