άσιλα
[ˈasila]
Επίρρημα
[ˈasila]
Επίρρημα
Πράγματι, ακριβώς έτσι, απολύτως· χρησιμοποιείται ως επιβεβαίωση σε κάτι που αναφέρθηκε.
Παραδείγματα
Ας καταχωρίσω κι ένα τετραστιχάκι
για το κυπριακό επίρρημα άσιλα
όπως το μετάφρασε η Λοφίτη: ιν ντηντ,
και πράγματι, ιντήντ είναι, όντως.
Μίμης Σουλιώτης
-Έν το πιστεύκω τούτο που εσυνέβηκε!
-Άσιλα.
Αν μιλάμε για την κυπριακή διάλεκτο τότε το ''άσιλα'', πολύ πιθανόν, προέρχεται από την τουρκοκυπριακή φράση ''asıl ha!" παρά την τουρκική λέξη ''aslında".
Aslında, εν γένει, λέγεται στην κύρια ή στην πρώτη πρώταση και χρησιμοποιείται εισαγωγικά. Ενώ "asıl ha!" λέγεται, εν γένει, στην δεύτερη πρόταση για να επιβεβαιωθεί η πρώτη πρόταση.
Και προσωπικά νομίζω ότι το ''άσιλα'' είναι συνηρημένος τύπος του ''asıl ha" -> "asıl-a"->"asıla"-> ''άσιλα''.
Ωωω! Ευχαριστούμε πολύ!
Μήπως προέρχεται και από το as well said;