ποκουππίζω[pokupʰːízːo]ΡήμαΝεανική γλώσσαπουκουππίζωΑναποδογυρίζω κάτι με ορμή, και μεταφορικά τα κάνω λίμπα, τα σπάω. ΠαραδείγματαΈφκηκεν ο Τσιρίπιλλος και έδωσε σήμα πώλησης, εποκούππισε τα χρηματιστήρια διεθνώς. Κανένας δεν εποκούππισε κανένα γραφείο, κανένας δεν επαρετήθηκε, κανένας δεν έπιασε τους στρατιώτες τζαι να φύει – εκ των προτέρων.