ππούλιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι ανόητος, βλάκας.
Παράδειγμα
Είντα που έκαμες πάλε, ρε; Ξέρεις ότι είσαι ππούλιν;
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι ανόητος, βλάκας.
Είντα που έκαμες πάλε, ρε; Ξέρεις ότι είσαι ππούλιν;