σιεροκουτάλα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Τρυπητή μεταλλική κουτάλα που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή τυροκομική παραγωγή της Κύπρου.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το πρώτο συνθετικό της λέξης, σιερο- (από το σίερον "σίδερο"), είναι αρκετά συνηθισμένο στην κυπριακή, όπου βρίσκουμε λέξεις όπως: σιερογιοφύριν, σιεροματσούκα, σιεροπάλλουκον...