τριβιτζ̌ιάζουμαι
Μετοχή

Καίγομαι από ανυπομονησία, δεν αντέχω να καθήσω ήσυχα.


Παράδειγμα

Ρε, μεν  τριβιτζ̌ιάζεσαι συνέχεια για το τηλέφωνο. Ακόμα εν εχτύπησε για να μας πουν τι έγινε. Κάμε λλίη υπομονή!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.