πρησμένοςΜετοχήΕιρωνικόΝεανική γλώσσαΥπερβολικά γυμνασμένος, φουσκωτός. ΠαράδειγμαΔε ίντα πρησμένος εν τούτος, αλόπος εν φέφκει που το γυμναστήριο. Συνώνυμα: , φουσκωτός