καλαμαράς
Ουσιαστικό, διγενές

Αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα (σε αντιδιαστολή με τους Έλληνες από άλλα μέρη, κυρίως από την Κύπρο).


Παραδείγματα

Ο φίλος μου ο Μίμης λέει ότι "καλαμαράς" σημαίνει Έλληνας που δεν είναι Κύπριος!


Άδε τον καλαμαρά, θράσος, ήρτεν που την Ελλάδα να μας κάμει το μάστρο!


Προέλευση

Από το ουσ. καλαμάρι 'μελανοδοχείο' και την παραγωγική κατάληξη -ας.

Σημειώσεις

καλαμαράς

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.