φτύμμαν-γλείμμανΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΑυτός που είναι ολόιδιος με κάποιον ή κάτι άλλο. Παράδειγμα Κι είμαστε μανικωμένοι να κατασπαράξουμε, σαν προαιώνιους εχθρούς, τους φτύμμαν-γλύμμαν όμοιούς μας [...] Συνώνυμα: φτύμμαν-κόλλημαν, φτύμμαν-κόλλημαν