μάππατζ̌ης
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που παθιάζεται με τη μάππα, με το ποδόσαφαιρο.


Συνώνυμα:

φούρπατζ̌ης, φούρπατζ̌ης

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.