κουνόσ̌σ̌υλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο χαραμοφάης, αυτός που τεμπελιάζει και ζει σε βάρος των άλλων.
Παραδείγματα
Μετά το φαΐ έδωκεν μες τα ρούχα τζ̌αι δεν ετάρασσεν ο κουνόσ̌σ̌υλλος.
Προέλευση
Σύνθετη λέξη, από τα κούννος 'τεμπέλης' και σ̌σ̌ύλλος.