ποσ̌σ̌ιστώννουμαιΡήμαΣεξουαλικόΞεμουνιάζομαι, γαμιέμαι μέχρι αηδίας. (μτφ) Κουράζομαι πολύ, ξεκολώνομαι στη δουλειά. Παράδειγμα Εποσhιστώθην να το κάμει αλλά αντάν τζαι εποσπάστηκε, άμπλεπεν το τζαι εκόρτωννεν.