[ˈpao ˈkufus]
Φράση
Περνώ μια κουραστική περίοδο λόγω πολλών αλλεπάλληλων υποχρεώσεων.
Παραδείγματα
Εβάλαν μου τρεις εξετάσεις τζ̌αι θκυο deadline μέσα σε τρεις ημέρες! Πιο κούφους στην ζωήν μου εν εξαναπήα!
Ίνταλος να μεν σώννω να σηκωστώ που το κρεβάτιν; Εν θωρείς ότι πάω κούφους; Εβάλαν με γερμανικόν, το πρωίν θαλαμοφύλακαν, τζ̌αι ύστερα περίπολον! Σατσ̆ίν!
Συνώνυμα:
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Κούφος, μεγεθυντικό της λέξης κουφή 'οχιά'.
Σημειώσεις
Η έκφραση, που ενδεχομένως να σχετίζεται με το γεγονός ότι το φίδι σέρνεται, δηλαδή πάει τριφτό στο έδαφος, μπορεί να συνοδεύεται και από χαρακτηριστική κίνηση της παλάμης που μιμείται την κίνηση του φιδιού με ελιγμούς δεξιά-αριστερά. Μερικές φορές μπορεί η κίνηση να αντικαταστήσει τη λέξη 'κούφους' ή και ολόκληρη τη φράση. Π.χ. στην ερώτηση "Ίνταλος πάμεν;", η απάντηση μπορεί να είναι μόνο αυτή η κίνηση.