αρφάς
[aˈɾ̥fas]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που κατατάσσεται στον κυπριακό στρατό τον Ιανουάριο.

  1. (μτφ) Αυτός που είναι αμόρφωτος και γενικότερα αυτός που λέει και κάνει κουταμάρες.


Παράδειγμα

Ρε μα είσαι τέλεια αρφάς, εφκήκες που το αυτοκίνητον χωρίς να τραβήσεις χειρόφρενον;

Σημειώσεις

Στον κυπριακό στρατό υπάρχουν δύο σειρές κατάταξης, η Α και η Β. Στην Β σειρά, το καλοκαίρι κατατάσσονται συνήθως τα "καλά" παιδιά που μόλις τελείωσαν το σχολείο, ενώ στην Α, τον Ιανουάριο, εμφανίζονται διάφοροι περιθωριακοί τύποι, που δεν τελείωσαν το σχολείο, που δεν πήγαν καν σχολείο, κτλ. Αυτοί είναι οι αρφάες, που θεωρούνται κατά κανόνα λιγότερο μορφωμένοι από τους βητάδες.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “αρφάς