κάμνω πίππαν
[ˈkamno ˈˈpipʰːan]
Φράση
[ˈkamno ˈˈpipʰːan]
Φράση
(μτφ) Καλοπιάνω κάποιον συνήθως ανώτερό μου για ευνοϊκή μεταχείρηση.
Παραδείγματα
Καλάν ρε, πόσες πίππες έκαμες του Διοικητή για να σε φκάλει Ππου-Σσου-Κκού;!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Στην κυπριακή αργκό δεν λέγεται το παίρνω πίπα της ελληνικής αργκό (εκτός αν κάποιος καλαμαρίζει). Η φράση είναι κάμνω πίππαν (κάποιου).