πουτταρελλούαΟυσιαστικό, θηλυκόΣεξουαλικόΠουτταρέλλα, όμορφη γυναίκα. ΠαράδειγμαΗ νέα του η γεναίκα ήταν μια ζαομουνταρισμένη τζαι είσhεν τζαι θκυό κοράσες οι οποίες ήταν πουτταρελλούεςστην θωρκάν αλλά ήταν όπως τα στοισhειά που μέσα τους.